ορεκτύς

ορεκτύς
ὀρεκτύς, -ύος, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὄρεξις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρέγω + επίθημα -τύς. Πρόκειται πιθ. είτε για αρχ. σχηματισμό είτε για ιωνισμό τών Αλεξανδρινών ποιητών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”